Λάθη στην επικοινωνία – Τα πιο 5 πιο συνηθισμένα

Αν θέλουμε να βελτιώσουμε την ποιότητα των σχέσεών μας, οφείλουμε να γνωρίζουμε και να μην εμπίπτουμε σε βασικά λάθη στην επικοινωνία μας μαζί τους.

Στο παρόν άρθρο του ηλεκτρονικού περιοδικού Δυναμική Γυναίκα:

-μιλάμε για τη σημασία της καλής επικοινωνίας στα πλαίσια οποιασδήποτε υγιούς διαπροσωπικής σχέσης,
-την αντιπαραθέτουμε στην κακή ή την ανεπαρκή επικοινωνία και τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει,
-αναφέρουμε και περιγράφουμε τα 5 πιο συνηθισμένα λάθη στην επικοινωνία μας με τους άλλους
-και, ενδιάμεσα, αναφέρουμε τρόπους και συμβουλές βελτίωσης της επικοινωνία μας με τα αγαπημένα μας πρόσωπα.

Καλή vs Κακή επικοινωνία

Η καλή και η κακή επικοινωνία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου φαινομένου, της ίδιας κατάστασης. Καθεμία διέπεται από ξεχωριστά χαρακτηριστικά και φέρει μαζί της διαφορετικές συνέπειες.

Από τη μία, λοιπόν, έχουμε την καλή επικοινωνία.

Αυτή που υφίσταται όταν δύο άτομα, ο πομπός ενός μηνύματος και ο δέκτης του κινούνται σε παρόμοιο μήκος κύματος. Ο πρώτος νιώθει άνετα με το να γνωστοποιεί πληροφορίες, παράπονα, σκέψεις κ.ά. προς τον δεύτερος. Ο δεύτερος έχει ανοιχτά τα αυτιά του για να τα ακούσει, να τα επεξεργαστεί και να αποκριθεί.

Για να χτιστεί μια τέτοια επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κοινή προσπάθεια. Να έχει γίνει κάποια δουλίτσα και από τις δύο πλευρές. Δε γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη επομένως, ούτε μπορεί να απαιτηθεί από το συνομιλητή.

Από την άλλη, έχουμε την κακή επικοινωνία.

Η κακή επικοινωνία υφίσταται όταν ο ένας δεν καταλαβαίνει τι λέει ή τι υπονοεί ο άλλος. Όταν ο ένας δεν είναι επί της ουσίας πρόθυμος να ακούσει, να νιώσει (=ενσυναίσθηση) και να αποκριθεί στον άλλον. Όταν ο πρώτος ενδιαφέρεται μόνο να εκθέτει τις απόψεις του δίχως να συνυπολογίζει τις απόψεις του άλλου.

Για να υπάρξει κακή επικοινωνία μεταξύ ενός ζευγαριού, δύο συναδέλφων, δύο φίλων, παιδιού – γονέα κ.ο.κ., απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ΜΗΝ έχει προηγηθεί μακροπρόθεσμη κοινή προσπάθεια αλληλοκατανόησης και θεμελίωσης μιας ουσιώδης σχέσεως. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σε πάμπολλες σχέσεις, σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια, πάρα πολύ συχνά. Γι’ αυτό και το ένα ζευγάρι χωρίζει μετά το άλλο, γι’ αυτό και δύο άγνωστοι συνεπιβάτες στο λεωφορείο τσακώνονται με την παραμικρή αφορμή, γι’ αυτό και πολλοί γονείς δεν έχουν επίγνωση των πραγματικών αναγκών των παιδιών τους κ.ο.κ.

Παραμένοντας στα πλαίσια της κακής επικοινωνίας, θα αναφέρουμε και θα περιγράψουμε τα πιο 5 συνηθισμένα λάθη στην επικοινωνία. Λάθη που καθιστούν την επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων ατελέσφορη, ανεπαρκή, κακή.

Τα πιο 5 πιο συνηθισμένα λάθη στην επικοινωνία

#1: Μιλάμε χωρίς να ακούμε

Αν σταθείτε σε διάφορα μέρη και κρυφακούσετε τους διπλανούς σας, θα πάθετε έκπληξη από το πόσο συχνά συμβαίνει αυτό! Να μιλάνε μεταξύ τους αλλά ο καθένας απλώς να λέει αυτό που θέλει δίχως να απαντάει στον άλλο. Ο οποίος άλλος λέει κι εκείνος αυτά που θέλει δίχως να αποκρίνεται στον πρώτο.

Από τα 5 πιο συνηθισμένα λάθη στην επικοινωνία μας με τους άλλους είναι το να μιλάμε χωρίς να ακούμε. Να εκθέτουμε τη μία σκέψη, τον έναν προβληματισμό, τη μία γνώμη μας μετά την άλλη. Χωρίς να δίνουμε σημασία στο τι έχει να πει ο συνομιλητής μας. Τι θέλει να πει αλλά δεν τον αφήνουμε. Τι μάς απαντάει αλλά κατ’ ουσίαν το παραλείπουμε, το αγνοούμε, δείχνουμε ότι δε μας ενδιαφέρει.

Τότε γιατί να μην κάνουμε έναν ωραιότατο μονόλογο μέσα μας;

Γιατί να μην κάνουμε έναν μονόλογο κοιτώντας τον εαυτό μας στον καθρέπτη; Γιατί να αναγκάζουμε κάποιον άλλον να στέκεται αμίλητος απέναντί μας όσο εμείς του ξεδιπλώνουμε τις έγνοιες ή τα χαρμόσυνα νέα; Γιατί να τον αναγκάζουμε να μας ακούει ακατάπαυστα κι όταν προσπαθεί να πει κάτι εμείς απλώς δεν του δίνουμε σημασία;

Αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να έχουμε κατά νου για να μην εμπίπτουμε στο εν λόγω επικοινωνιακό σφάλμα.

#2: Δεν κάνουμε ερωτήσεις για τον άλλον

Πολλές φορές συμβαίνει παράλληλα με το πρώτα από τα λάθη στην επικοινωνία.

Πάνω στη … μανία μας, στην έντονη επιθυμία μας να πούμε αυτά που θέλουμε να πούμε, μιλάμε ακατάπαυστα. Θεωρούμε εκ των προτέρων δεδομένο ότι ο συνομιλητής μας πρέπει να στέκεται εκεί αμίλητος και να ακούει το μονόλογό μας υπομονετικά έως ότου φτάσει στο τέλος του.

Και όταν πούμε αυτά που έχουμε να πούμε…

… δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να ρωτήσουμε τον άλλον για τα δικά του νέα. Για τις προσωπικές του απόψεις επί του ζητήματος. Για το πώς αισθάνεται και τι σκέφτεται πάνω στην κουβέντα αυτή.

Ένας υγιής διάλογος διέπεται από ερωτήσεις προς το συνομιλητή,

Για να είναι υγιής και εποικοδομητικός ένας διάλογος, είναι απαραίτητο να γίνονται επομένως ερωτήσεις από τον έναν στον άλλο. Να μιλάμε για τον εαυτό μας, ναι. Να εκθέτουμε τις ατομικές σκέψεις, προβληματισμούς, αισθήματα, ιστορίες και εικασίες μας. Να απευθυνόμαστε, όμως, και στον άλλον, κάνοντάς του ερωτήσεις. Όσο θέλουμε εμείς να μιλήσουμε, άλλο τόσο λογικά θα θέλει κι εκείνος! Κάνοντάς του ερωτήσεις, λοιπόν, τού δίνουμε αυτό το βήμα. Κι από εγωκεντρικοί ομιλητές γινόμαστε ευγενικοί συν-ομιλητές που ενδιαφέρονται να ακούσουν το συνομιλητή τους.

#3: Αποφεύγουμε ό,τι δεν μας αρέσει ή μας «στριμώχνει»

Είναι υπέροχο να έχεις καλά νέα, χαρμόσυνες ειδήσεις, θετικές σκέψεις και συναισθήματα να μοιραστείς με τον άλλον. Δε γίνεται, όμως, όλες οι κουβέντες να εμπεριέχουν αυτά τα στοιχεία.

Ειδικά στα πλαίσια στενών διαπροσωπικών σχέσεων, όπου τα προβλήματα και οι συγκρούσεις είναι συχνές καταστάσεις, είναι αδύνατο να μην υπάρχουν συζητήσεις για θέματα σοβαρά ή στενόχωρα, αμήχανα ή θλιβερά, δύσκολες αποφάσεις κ.ο.κ.

Η στασιμότητα ως απόρροια της αποφυγής

Αποφεύγοντας να μιλάμε για τέτοια ζητήματα, αποφεύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα τα ζητήματα αυτά. Κι όταν για κάτι δεν μιλάμε, είναι σα να μην υπάρχει ή, καλύτερα, είναι σα να υπάρχει αλλά να μην είμαστε πρόθυμοι να το αντιμετωπίσουμε. Έτσι, το συγκεκριμένο θέμα μένει άλυτο, το ένα άλυτο προστίθεται σταδιακά στο άλλο, και χωρίς να το καταλάβουμε έχουν γίνει δεκάδες τα άλυτα θέματα.

Πώς θα λυθούν; Πότε θα λυθούν; Και, το σημαντικότερο, πώς γίνεται να επέλθει προσωπική και διαπροσωπική εξέλιξη κι ανάπτυξη;;;

Μη διστάζετε να μιλάτε για γεγονότα  που σας είναι δύσκολα, για θέματα που σας φέρνουν σε αμήχανη θέση, για προβληματικές καταστάσεις. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στην επικοινωνία μας με τους άλλους που οδηγούν σε μία μη ασφαλή, σταθερή και υγιή σχέση.

#4: Εξάγουμε μόνοι μας συμπεράσματα ή/και προβαίνουμε σε αυθαίρετες υποθέσεις

Πρόκειται για δύο διαφορετικά επικοινωνιακά λάθη , τα οποία συχνά γίνονται παράλληλα ή το ένα δεν ξεχωρίζει από το άλλο. Γι’ αυτό και τα αναφέρουμε μαζί.

Κατά την κουβέντα μας με κάποιον, λοιπόν, δείχνουμε ότι ξέρουμε πού το πάει ο συνομιλητής μας. Βιαζόμαστε να τον διακόψουμε και να πούμε εμείς τη συνέχεια της σκέψης που μας εκθέτει. Ή κάνουμε δικές μας υποθέσεις που, ακόμη κι αν δεν του τις γνωστοποιούμε ενοχλώντας τον, τις αφήνουμε στο μυαλό μας, με αποτέλεσμα να μην παρακολουθούμε τη ροή της ομιλίας του.

Συγχρόνως, μπορεί να βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα για το υπονοεί ο συνομιλητής μας. Για αυτά που δεν αναφέρει ρητά αλλά εμείς τα υποθέτουμε από το μυαλό μας, από την κρίση μας. Δίχως να τον ρωτάμε.

#5: Αντιδράμε αντί να απαντάμε

Η αντίδραση ετυμολογικά (< αντί + δράση) είναι μια σωστή λέξη για την επικοινωνία. Από τη μία ένας μιλάει άρα δρα. Και από την άλλη ο άλλος αποκρίνεται στη δράση του πρώτου άρα αντιδρά.

Εντούτοις, επειδή η αντίδραση συχνά ενέχει μια άλλη έννοια, μια αρνητική ίσως χροιά, επιλέγουμε να την διακρίνουμε από την λέξη απάντηση ή απόκριση στα πλαίσια του άρθρου μας. Ας μπούμε, όμως, στο ζητούμενο.

Πολύ συχνά συμβαίνει, λοιπόν, ο ένας συνομιλητής να είναι έτοιμος να αντιδράσει με το που ακούσει τι έχει να του πει άλλος. Ή ακόμα και προτού καλά – καλά ολοκληρώσει την πρότασή του…! Δεν περιμένει να ολοκληρώσει ο άλλος ή καθιστά φανερό ότι βιάζεται να τελειώσει προκειμένου να τού απαντήσει.

Όταν είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος παρερμηνείας.

Όταν είμαστε έτοιμοι εκ των προτέρων να αντιδράσουμε άσχημα σε αυτό που ακούμε από τον άλλον, τότε είναι πάρα πολύ πιθανό να μην εκλάβουμε σωστά αυτό που λέει. Να το παρερμηνεύσουμε , κυριευόμενοι από τη βιασύνη, τυχόν εκνευρισμό ή άλλα συναισθήματα. Ταυτόχρονα, δεν βοηθάμε διόλου στο να χτιστεί ένας παραγωγικός κι ουσιαστικός διάλογος. Αλλά είναι σα να πυροδοτούμε έναν τσακωμό ενδεχομένως, και σίγουρα σα να ξεκινούμε με αρνητικές προκαταβολές τη συζήτηση.

Τώρα που τα λέμε αναλυτικά αυτά και τα περιγράφουμε πιο θεωρητικά και εξωτερικά, πιστεύετε ότι μία τέτοια συζήτηση μπορεί να πάει καλά; Να κυλήσει ομαλά; Να έχει κάποιο ουσιώδες συμπέρασμα; Και, όταν γίνονται συχνά τέτοιου είδους διάλογοι και μόνο, μπορεί να οικοδομηθεί μια καλή επικοινωνία μεταξύ των δύο αυτών συνομιλητών;

Η απάντηση είναι η προφανής και θέλουμε να σας/μας βάλει σε σκέψεις.

Σχετικά άρθρα
Τα καλύτερα