Κοινωνική φοβία: Προσδιορισμός – Παράγοντες – Αντιμετώπιση (Ψυχολογία)

Σε όλες και σε όλους μας είναι γνώριμα περιστατικά και στιγμές κατά τη διάρκεια των οποίων αισθανόμαστε έντονο τρακ όταν πρόκειται να εκτεθούμε σε κοινό (από το να πάρουμε το λόγο σε μία παρέα 5 ατόμων μέχρι να κάνουμε μία δημόσια ομιλία με κοινό αποτελούμενο από περισσότερα άτομα). Ο φόβος της ενδεχόμενης αποτυχίας ή της πιθανής απόρριψης των απόψεών μας από τους άλλους είναι κάτι που μπορεί να συνοδεύει το προαναφερόμενο άγχος μας.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό που θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε πρώτα εννοιολογικά και άποψη περιεχομένου κι έπειτα όσον αφορά στους παράγοντες που ευνοούν την εμφάνισή της δεν είναι κάτι άλλο από την κοινωνική φοβία, τα όρια της οποίας είναι καλό όλοι να γνωρίζουμε προκειμένου να την αναγνωρίζουμε. Βέβαια, στο τέλος θα αναφερθούμε αναλυτικά και στο πώς μπορεί η κοινωνική φοβία κάποιου να αντιμετωπιστεί είτε μόνον από τον ίδιο είτε και μέσω κατάλληλης αρωγής.

Τι είναι η κοινωνική φοβία

Το λεκτικό σύνολο «κοινωνική φοβία» αναφέρεται στο φόβο ενός ατόμου σχετικά με το ότι θα γίνει αντικείμενο παρατήρησης, κριτικής κι ενδεχομένως απόρριψης από τα περιβάλλοντα άτομα. Το άγχος και η ντροπή που κατακλύζουν το άτομο αυτό πριν καλά – καλά εκτεθεί σε ένα μικρό ή μεγάλο κοινό αυξάνονται ακόμη περισσότερο όσο πλησιάζει η ώρα της «έκθεσης», ενώ είναι χαρακτηριστικό πως, στις κοινωνικές συναναστροφές του, νιώθει ότι αποτελεί το επίκεντρο της προσοχής κι ότι οι άλλοι το σχολιάζουν αρνητικά για τα λόγια ή / και τη συμπεριφορά του.

Όλοι, όμως, δεν έχει τύχει να νιώσουμε κάπως έτσι;

Πράγματι, ίσως όλες και όλοι να έχει συμβεί είτε μία είτε πολλές περισσότερες φορές να αισθανθούμε όπως περιγράφεται ανωτέρω και να κάνουμε σκέψεις όπως οι παραπάνω. Δεν μπορούμε, φυσικά, σε καμία περίπτωση να συμπεράνουμε αυθαίρετα ότι όσοι έχουμε προβεί σε τέτοια συναισθήματα και σκέψεις πάσχουμε από κοινωνική φοβία. Διότι, η τελευταία ενέχει τέτοιου είδους σκέψεις και συναισθήματα που είναι τόσο έντονα ώστε να απασχολούν συνεχώς το εκάστοτε άτομο, ειδικά όποτε πρόκειται να βρεθεί σε κόσμο (λίγο ή πολύ), όπου και αμέσως θα θεωρήσει ότι γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και κριτικής από τους γύρω του κι αυτό θα του αυξήσει το ήδη υπάρχον άγχος και την ντροπή του.

Διαφέρει η κοινωνική φοβία από την ντροπαλότητα;

Μιας και κλείνοντας την προηγούμενη παράγραφο συμπεριλάβαμε τη λέξη «ντροπή», εδώ μας δίνεται μία πολύ καλή ευκαιρία να επισημάνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην κοινωνική φοβία και την ντροπαλότητα. Μάλιστα, πιστεύουμε πως με την ακόλουθη επισήμανση θα αντιληφθείτε ακόμη καλύτερα το πώς και κατά πόσο διαφοροποιείται η κοινωνική φοβία από σκέψεις και συναισθήματα όπως τα παραπάνω που όλοι και όλες κατά καιρούς μπορεί να έχουμε. Τα ντροπαλά άτομα, λοιπόν, μπορεί να μη νιώθουν άνετα όταν βρίσκονται με πολύ κόσμο, ωστόσο δε βιώνουν το τόσο έντονο άγχος ούτε τα ανάλογα σωματικά συμπτώματα (π.χ. τάση για εμετό) που βιώνει ένα άτομο που υποφέρει από κοινωνική φοβία σε μια ανάλογη περίσταση. Επιπλέον, τα άτομα που διέπονται από συστολή και ντροπαλότητα δεν αποφεύγουν μια κοινωνική κατάσταση στην οποία θα αισθάνονται το επίκεντρο της προσοχής (π.χ. στην παρουσίαση μιας εργασίας στην τάξη), ενώ αντίθετα τα άτομα με κοινωνική φοβία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα το κάνουν (βρίσκοντας, για παράδειγμα, ένα σωρό δικαιολογίες προς τον καθηγητή). Τέλος, είναι πιθανό ένα άτομο που πάσχει από κοινωνική φοβία να μην είναι ντροπαλό στις προσωπικές του σχέσεις, αλλά κάτω μόνον από ορισμένες συνθήκες (π.χ. όταν πρόκειται να μιλήσουν μπροστά σε κοινό) να αισθάνονται πολύ έντονο το άγχος τους.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες κοινωνικής φοβίας:

Η πρώτη κατηγορία είναι η ειδική κοινωνική φοβία, όπου το άτομο φοβάται να προβεί σε συγκεκριμένες δραστηριότητες όταν το παρατηρούν άλλα άτομα, π.χ. πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να τρώνε μπροστά σε τρίτους, να μιλάνε μπροστά σε κοινό, να απευθύνονται σε άτομα κύρους και λοιπά. Η δεύτερη κατηγορία είναι η γενικευμένη κοινωνική φοβία, όπου το άτομο φοβάται την κριτική από τρίτους σε μια πληθώρα καταστάσεων της καθημερινής ζωής, γι’ αυτό και μιλάμε για μία γενίκευση του φόβου σε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους περιστάσεις.

Πώς μπορεί να προκληθεί η κοινωνική φοβία

Τα άτομα στα οποία εμφανίζεται η κοινωνική φοβία χαρακτηρίζονται κυρίως από τον έντονο φόβο κριτικής και επακόλουθης ταπείνωσης από τους γύρω τους. Ο φόβος αυτός μπορεί να δημιουργηθεί με δύο τρόπους – ή για δύο λόγους –:

Α) Μέσω ενός τραυματικού γεγονότος. Στην πρώτη περίπτωση, το πρόβλημα σχετίζεται με κάποιο τραυματικό γεγονός, ένα γεγονός δηλαδή που για τον έναν ή τον άλλο λόγο τραυμάτισε ψυχικά το άτομο. Πώς, όμως, συντηρείται η κοινωνική φοβία; Εάν το άτομο συνέβη να μιλήσει μπροστά σε κοινό κάποια στιγμή της ζωής του, για παράδειγμα στο σχολείο του, κι ένιωσε ότι οι συμμαθητές ή ο καθηγητής τους το υποτίμησε ή το γελοιοποίησε, τότε αυτό το οδήγησε στο να αισθανθεί άγχος, ντροπή, ταπείνωση ή άλλα τέτοια συναισθήματα. Ως εκ τούτου, όταν μελλοντικά χρειαζόταν να προβεί σε μία ομιλία μπροστά σε κοινό, με κάποιον τρόπο την απέφευγε. Βραχυπρόθεσμα, η αποφυγή αυτή μπορεί να έχει θετικές συνέπειες για το άτομο αυτό (π.χ. ανακούφιση από το έντονο άγχος), μακροπρόθεσμα, όμως, εντείνει ολοένα και περισσότερο την πεποίθησή του ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει σε ανάλογες περιστάσεις (συναναστροφή με συναδέλφους, ευρύτερα οικογενειακά πρόσωπα, μεγάλο ακροατήριο κ.λπ.). Να προσθέσουμε και κάτι ακόμα: στο παράδειγμά μας δεν είναι απαραίτητο πράγματι ο καθηγητής ή οι συμμαθητές να γελοιοποίησαν ή να υποτίμησαν το παιδί όταν μίλησε ή όταν έδωσε μία απάντηση· σημασία έχει το πώς το άτομο αυτό αντιλήφθηκε και βίωσε τη συγκεκριμένη εμπειρία, η οποία, όπως φάνηκε αργότερα, τον επηρέασε καθοριστικά, οδηγώντας τον στο να σκέπτεται καταστροφικά, να αγχώνεται υπερβολικά κι άρα να διστάζει να έρθει σε επαφή με άτομα κύρους (όπου το άτομο κύρους στην ενήλικη ζωή έχει τη βάση του στον προσβλητικό καθηγητή που είχε όταν ήταν παιδί).

Β) Μέσα από τη διαδικασία μάθησης / μίμησης από ένα πρότυπο του ατόμου, για παράδειγμα τον ένα γονιό του. Στην εν λόγω περίπτωση, το πρόβλημα αποτελεί προϊόν μίμησης του ατόμου ενός τρίτου προσώπου το οποίο αποτελούσε / αποτελεί πρότυπο για τον πρώτο. Όπως αντιλαμβάνεστε, η κοινωνική φοβία εδώ έχει δημιουργηθεί λόγω της εκμάθησης του άτομου να συμπεριφέρεται σε κοινωνικές καταστάσεις όπως κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο ήταν / είναι σημαντικό για εκείνο. Είθισται το πρόσωπο – πρότυπο να είναι ο ένας από τους δύο γονείς του ατόμου, όπως άλλωστε προαναφέραμε. Έτσι, το παιδί, έμαθε να φοβάται τις διαφόρων λογής κοινωνικές περιστάσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε να δεχθεί κριτική, ακριβώς επειδή παρατηρούσε τις αντιδράσεις ενός σημαντικού για αυτού πρόσωπο κι επειδή εν συνεχεία υιοθετούσε τις αντιλήψεις του προσώπου αυτού. Επί παραδείγματι, μία συχνή τέτοια αντίληψη ατόμων με κοινωνική φοβία την οποία μπορεί το άτομο να υιοθέτησε από άλλον είναι η εξής: «Μην μπλέκεις σε τσακωμούς γιατί δεν ξέρεις πού μπορούν να καταλήξουν.».

Πώς η κοινωνική φοβία επηρεάζει τη ζωή των ατόμων

Οι περισσότεροι και οι περισσότερες από εμάς, όταν έχουμε να παρουσιάσουμε μία σχολική ή ακαδημαϊκή εργασία ή ένα εργασιακό project, αισθανόμαστε συνήθως άγχος για το πώς θα τα πάμε, αν θα καταφέρουμε να μιλήσουμε όπως πρέπει, αν το ακροατήριό μας θα έχει ενστάσεις και ούτω καθεξής. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν αποδεικνύει ότι έχουμε κοινωνική φοβία! Μάλιστα, το άγχος σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ πιο πιθανό ότι θα αποδειχθεί εποικοδομητικό παρά «κακό», υπό την έννοια ότι μας ωθεί στο να προετοιμάσουμε καλύτερα αυτό που έχουμε να παρουσιάσουμε κι άρα να έχουμε γενικώς μία καλύτερη επίδοση.

Εντούτοις, το φυσιολογικό κι αιτιολογημένο αυτό άγχος παίρνει δραματικές διαστάσεις όταν πρόκειται για άτομα που πάσχουν από κοινωνική φοβία. Έχουν την πεποίθηση – που πολλάκις έχει περάσει στο επίπεδο της βεβαιότητας – ότι θα κριθούν αρνητικά από το κοινό τους και θα απορριφθούν από εκείνους. Επίσης, φοβούνται εκ των προτέρων για την εξέλιξη και την κατάληξη κάθε είδους κοινωνικής συναναστροφής τους, με την αντίληψη πως τα περιβάλλοντα άτομα, τόσο αυτά που θα ανήκουν στην παρέα τους όσο κι εκείνα που θα τους είναι άγνωστα, θα τους μειώσουν, θα τους σχολιάσουν αρνητικά για τα λόγια, τις πράξεις ή / και την εμφάνισή τους και συλλήβδην θα τους αποδοκιμάσουν και θα τους ταπεινώσουν.

Άμεση απόρροια αυτών, συνεπών, καθίσταται η βαθμιαία συχνότερη αποφυγή τους για αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, μιας και αυτό τους προσφέρει άμεση ανακούφιση από τα αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, τις αρνητικές σκέψεις όπως το ότι όλοι τον κοιτάζουν προσεκτικά και περιμένουν πότε θα τον κακοχαρακτηρίσουν, και τα αρνητικά σωματικά συμπτώματα όπως η τάση για εμετό, το αίσθημα κοκκινίσματος στο πρόσωπο, η εφίδρωση, η ναυτία, η αρρυθμία, η ταχυκαρδία, η συχνοουρία ή οι έντονες κράμπες στο στομάχι. (Αυτά είναι κι ορισμένα από τα συχνότερα συμπτώματα της κοινωνικής φοβίας.)

Έτσι, τα άτομα με κοινωνική φοβία αποφεύγουν όσο περισσότερο μπορούν τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους γι’ αυτό και είναι αρκετά πιθανό να έχουν περιορισμένη κοινωνική ζωή και λίγους φίλους. Ζουν με το άγχος της κριτικής από τους άλλους, κάτι που μπορεί να είναι ακόμα και καθημερινό. Εξαιτίας αυτού, δεν εκφράζουν ποτέ ή δύσκολα λένε τη γνώμη τους, συμφωνούν με όλα (με σκοπό να αποφύγουν ενδεχόμενη αντιπαράθεση) και ενστερνίζονται μια ευρύτερα παθητική στάση ζωής. Επιπλέον, θα μπορούσε η κοινωνική φοβία τους να οδηγεί σε περιορισμό των επαγγελματικών ευκαιριών για τα άτομα αυτά, αφού ντρέπονται, φοβούνται κι επομένως διστάζουν να διεκδικούν μία αύξηση στο μισθό τους ή μία προαγωγή στην εργασιακή τους θέση. Τέλος, μέσα σε όλα αυτά, η αυτοεκτίμησή τους συντηρείται σε χαμηλά επίπεδα.

Πώς αντιμετωπίζεται η κοινωνική φοβία (Ψυχολογία)

Στο χώρο της Ψυχολογίας υφίστανται αρκετές και διαφορετικές μεταξύ τους προσεγγίσεις στη θεραπεία των ψυχικών ασθενειών. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η κοινωνική φοβία αποτελεί μία φοβία και, όπως έχουμε σε άλλα άρθρα μας επισημάνει, οι φοβίες εμπεριέχονται στην κατηγορία των αγχωδών διαταραχών.

Ίσως ο πιο αποτελεσματικός και άμεσος τρόπος για την αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας να είναι η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία (CBT), για την οποία έχουμε ξαναμιλήσει σε άλλο άρθρο μας που θα συμπεριλάβουμε στο τέλος του παρόντος. Η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία αφορά στην τροποποίηση τόσο του τρόπου σκέψης του ατόμου όσο και της συμπεριφοράς του.

Όσον αφορά στον τρόπο σκέψης του, το άτομο με κοινωνική φοβία θα προσπαθήσει να αντικαταστήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις του με ρεαλιστικές σκέψεις, στηριζόμενες στην αντικειμενική πραγματικότητα. Αναδομείται η αντίληψη του ατόμου ότι οι γύρω του το κρίνουν και το παρατηρούν διαρκώς, κι όλα βάσει των ενδείξεων, προτροπών και μεθόδων του ειδικού ψυχολόγου. Μέσα από τη θεραπεία το άτομο μαθαίνει τεχνικές ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του με επιτυχία, οι οποίες είναι πραγματικά αποτελεσματικές. Επίσης, μαθαίνει να έρχεται σε επαφή με την κατάσταση / τις καταστάσεις που του προκαλεί/-ούν άγχος ακολουθώντας μικρά διαδοχικά βήματα. Παραδείγματος χάριν, το να βρεθεί ένα άτομο που υποφέρει από κοινωνική φοβία σε μια συγκέντρωση με πολλά άτομα, ακόμα κι όταν έχει ήδη καταφέρει να τροποποιήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις του, είναι μια κατάσταση που του προκαλεί άγχος. Αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κι ο τελικός στόχος της CBT, ο οποίος θα ακολουθεί άλλους μικρότερους στόχους, όπως είναι η  συμμετοχή σε οικογενειακές συγκεντρώσεις και η συναναστροφή με γνωστά άτομα.

Παράλληλα με τη Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία το άτομο μπορεί να δεχθεί και φαρμακευτική αγωγή, κάτι το οποίο θα κρίνει ο ειδικός ψυχολόγος και θα συνταγογραφήσει ένας κατάλληλος ψυχίατρος. Η βραχυπρόθεσμη φαρμακευτική αγωγή είναι μερικές φορές χρήσιμη στην αρχική κινητοποίηση του ατόμου και πιθανώς να το βοηθήσει την πρώτη φορά που θα έρθει αντιμέτωπο με μια αγχογόνο κατάσταση. Χρειάζεται ωστόσο προσοχή καθώς χρήση των αγχολυτικών φαρμάκων δεν ενδείκνυται για μακροχρόνια χρήση. Σαφώς, ένας ειδικός ψυχολόγος και ένας σωστός ψυχίατρος μπορούν με πληρότητα να βεβαιώνουν καταλλήλως το πάσχον άτομο.

Τέλος, πέραν της Γνωσιακής – Συμπεριφοριστικής Θεραπείας, αξίζει να σημειώσουμε ότι ιδιαίτερα αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας μπορεί να αποδειχθεί και η ομαδική θεραπεία. Οι ομάδες αποτελούνται συνήθως από 5 έως 7 άτομα που εμφανίζουν το ίδιο πρόβλημα (εν προκειμένω κοινωνική φοβία) και από 2 καταλλήλως εκπαιδευμένους θεραπευτές. Ένα από τα κυριότερα συν που έχει η θεραπεία στα πλαίσια της ομάδας είναι ότι το άτομο αισθάνεται ότι μπορεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του με άλλους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες και ενθαρρύνεται στην προσπάθειά του από τα άλλα μέλη της ομάδας. Μερικές φορές, η ομαδική θεραπεία ή η συμμετοχή σε ομάδες παρόμοιου τύπου συνιστάται ως συμπληρωματική στη βασική μορφή θεραπείας, που μπορεί π.χ. να είναι η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.

Τι μπορεί κανείς να κάνει μόνος του

Προτού αναζητήσετε βοήθεια από έναν ειδικό ψυχολόγο ή ακόμα και παράλληλα με τη θεραπεία, θα μπορούσατε να διαβάσετε τις εξής συμβουλές αναφορικά με την αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας. Να επισημάνουμε, όμως, εξ αρχής, ότι η συνειδητή απόφαση και προσπάθεια από το ίδιο το άτομο ώστε να ξεπεράσει το πρόβλημά του είναι μια καλή αρχή, αλλά ΔΕΝ υποκαθιστά την οργανωμένη θεραπευτική αντιμετώπιση που συνιστά η συνεργασία με κάποιον ειδικό.

Α) Προσπαθήστε να εξετάσετε κατά πόσο οι σκέψεις που κάνετε είναι ρεαλιστικές. Σε αυτό θα σας βοηθήσουν οι παρακάτω ερωτήσεις που πρέπει να θέτετε στον εαυτό σας:

  • Ποιες αποδείξεις έχω ότι ισχύει αυτό που σκέφτομαι; (π.χ. το ότι οι άλλοι σχολιάζουν αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο μιλάω ή τα ρούχα που αυτή τη στιγμή φοράω ή τη συμπεριφορά μου)
  • Τι άλλο μπορεί να συμβαίνει εκτός αυτού που σκέφτομαι; Μήπως θα μπορούσε να ίσχυε το αντίθετο ή κάτι άλλο γενικότερα;
  • Ακόμα κι αν δεχθώ ότι αυτό που σκέφτομαι είναι αληθές, ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε εμένα επειδή οι άλλοι με σχολιάζουν, με παρατηρούν, με κρίνουν κ.λπ.;

Β) Προσπαθήστε να αναγνωρίζετε τι κάνετε (τη συμπεριφορά σας δηλαδή) την κάθε στιγμή που μπορεί να διαπιστώσετε ότι φοβάστε και αγχώνεστε ότι οι άλλοι θα σας υποτιμήσουν επειδή δεν έχετε τι να πείτε πάνω στην κουβέντα, ότι θα σας απορρίψουν επειδή εκφράσατε την τάδε άποψη και λοιπά.

  • Τι κάνετε, λοιπόν, εκείνη την ώρα; Στρέφεται αλλού το βλέμμα σας; σταματάτε να μιλάτε; φεύγετε; …
  • Αφού εντοπίσετε τι ακριβώς σκέπτεστε και κάνετε εκείνη τη στιγμή, μπορείτε να αρχίσετε να αλλάζετε αυτές τις συμπεριφορές σας τις επόμενες φορές που θα βρεθείτε σε παρόμοιες κοινωνικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, εάν βρείτε ότι η φοβία σας είχε να κάνει με το ότι όταν θα πλησιάσετε ένα άτομο δε θα έχετε τι να τού πείτε, τότε την επόμενη φορά επιχειρήστε να το πλησιάσετε και να του μιλήσετε. Έπειτα, αξιολογήστε εάν και κατά πόσο ο φόβος που είχατε εκ των προτέρων επιβεβαιώθηκε, καθώς επίσης και κατά πόσο διαφέρει τελικά ο a priori φόβος σας από αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα.
  • Συγχρόνως, θα ήταν αρκετά βοηθητικό για εσάς να γράφετε σε κάποιο τετράδιο όλα τα παραπάνω έτσι ώστε να μπορείτε να γυρίσετε και να τα δείτε, μιας και το μυαλό πολλές φορές ξεχνάει, αποσιωπά, παραλείπει.

 

Ελπίζουμε έστω κι ένα άτομο να βρήκε χρήσιμες τις πληροφορίες που συμπεριλάβαμε στο παρόν άρθρο του περιοδικού μας και να σας βοηθήσαμε όλες και όλους τουλάχιστον ενημερωτικά!

Δείτε ακόμα:

Σχετικά άρθρα
Τα καλύτερα